- παραβάλλονται
- παραβάλλωthrow besidepres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… … Dictionary of Greek
ολοοίτροχος — ὀλοοίτροχος και ὀλοίτροχος και ὁλοίτροχος, ὁ (Α) 1. στρογγυλός και κυλινδρικός ογκώδης λίθος σαν αυτούς που οι πολιορκούμενοι κυλούσαν κατά τών πολιορκητών («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας ὀλοιτρόχους ἀπίεσαν», Ηρόδ.) 2. ως επίθ.… … Dictionary of Greek
Τσέλνερ, Γιόχαν Καρλ Φρίντριχ — (Zolner, Βερολίνο 1834 – Λιψία 1882). Γερμανός αστρονόμος. Διετέλεσε καθηγητής της αστροφυσικής στο Πανεπιστήμιο της Λιψίας και ασχολήθηκε με τη φασματοσκοπία και με πολλούς άλλους κλάδους της φυσικής. Οι έρευνές του στην ουράνια φωτομετρία είχαν … Dictionary of Greek
παραβάλλω — παράβαλα, παραβλήθηκα, παραβλημένος, συγκρίνω, παραλληλίζω: Τα αντίγραφα πρέπει να παραβάλλονται πάντοτε προς το πρωτότυπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)